Το κύμα σκάει στα βράχια της τεράστιας αμμουδιάς – που απλώνεται μπροστά απ’ το μεγάλο τροπικό δάσος. Ένα δάσος γεμάτο κοκκοφοίνικες και άλλα διάφορα φυτά που «συχνάζουν» στην τροπική ζώνη. Είναι ηλιοβασίλεμα. Ο ήλιος δύει σιγά – σιγά πίσω απ’ το ναυάγιο και τον καταραμένο σκόπελο που μου κατέστρεψε τη ζωή.
Όσο θυμάμαι εκείνη τη μέρα… Τη μέρα εκείνη όπου τα ’χασα όλα. Τους φίλους μου, την οικογένεια μου, το σπίτι μου… Θυμάμαι εκείνη τη μέρα και θυμώνω. Θυμώνω. Θυμώνω με τη θεία τύχη, θυμώνω με τη φύση και θυμώνω και με τον ίδιο τον εαυτό μου – που ανάγκασα τα αγαπημένα μου πρόσωπα να κάνουν αυτό το ταξίδι. Και τι κέρδισα; Είμαι μόνος μου σ’ ένα νησί στη μέση του Ειρηνικού. Με μοναδικά «ποτά» το γάλα των καρυδών και το νερό των πηγών. Καταφύγιό μου μια μικρή ξύλινη καλύβα και μοναδική συντροφιά τα διάφορα είδη πουλιών σαν τους παπαγάλους, του γλάρους, τα αγριοπερίστερα, τα οποία πού και πού έρχονται και κάθονται μπροστά στη καλύβα μου.
Για τροφή έχω τους λαγούς του νησιού, τους οποίους σπάνια μπορώ να πιάσω.
Το μόνο που αφθονεί σ’ αυτό το νησί είναι οι κίνδυνοι – τα αγρίμια δηλαδή – τα οποία ψάχνουν την ευκαιρία να καταβροχθίσουν ό,τι τα πλησιάσει. Φίδια – πολλά απ’ αυτά δηλητηριώδη, τσακάλια, αετοί τεράστιοι, που το άνοιγμα των φτερών τους ξεπερνάει κατά πολύ το ύψος μου και άλλα ζώα τα οποία μου είναι αδύνατο να ονομάσω ή να ταξινομήσω λόγω της σπανιότητάς τους.
Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς πως και πολλά έχω για ένα ναυαγό σε ένα νησί –εντελώς έρημο - στη μέση του Ειρηνικού. Αλλά όχι. Δεν έχω πολλά, ούτε θέλω πολλά. Δεν θέλω ούτε φαΐ, ούτε κρησφύγετο, ούτε νερό. Θέλω μόνο τον Πέτρο, το Γιάννη και το Θεμιστοκλή – τους τρεις φίλους μου που βρήκαν άδοξο τέλος κάτω από τα κύματα. Θέλω τους γονείς μου τη Ρόζα και τον Πάτρικ. Θέλω να αντικρύσω έναν άνθρωπο. Να ξεφύγω απ’ τη μοναξιά μου. Να καταφέρω να αφήσω πίσω τις τύψεις που με κυνηγάνε. Να γυρίσω σελίδα. Και τι δε θα ‘δινα για να δω έναν άνθρωπο…
Βράδιασε. Είναι ώρα να γυρίσω στην καλύβα. Έτσι θα πρέπει να αφήσω την πανέμορφη θάλασσα – που αυτή τη στιγμή έχει πάρει ένα χρώμα που πλησιάζει το σκούρο μπλε – και να ξεχυθώ στα μονοπάτια του δάσους.
Στο δάσος - όπως είπα και λίγο πριν – υπάρχουν αμέτρητοι φοίνικες. Επίσης σ’ αυτό ποικίλλουν πολλοί θάμνοι και πόες, κατάλληλες κρυψώνες για τις ενέδρες των αγριμιών.
Και κατά φωνή. Να ένα. Ένα τσακάλι. Να το. Πέρασε. Αλλά δε μου κάνε τίποτα. Πρέπει να ‘ταν φοβισμένο. Κάτι πρέπει να το τρόμαξε.
Ας πάω να δω τι. Ίσως απ’ την καλύβα μου να μπορέσω να καταλάβω τι ήταν αυτό που τρόμαξε το αγρίμι…
Ένα πλοίο! Είναι ένα πλοίο στη Νότια ακτή του νησιού! Η Νότια ακτή όμως είναι πολύ μακριά από εδώ. Πρέπει να πάω όσο πιο γρήγορα μπορώ στην ακτή που ήμουν πριν, στη Βόρεια και να επικοινωνήσω με το πλήρωμα. Αυτή είναι η τελευταία μου ελπίδα. Ας προσπαθήσω. Εξ’ άλλου τι έχω να χάσω;…
Το πρόσωπό μου έχει γεμίσει κρύο ιδρώτα. Τρέχω χωρίς να λογαριάζω τίποτα. Πέφτω πάνω σε δέντρα, ματώνω, μα συνεχίζω. Δε με νοιάζει τίποτε άλλο εκτός από το να προλάβω το πλοίο. Είμαι κοντά! Είμαι σχεδόν στην αμμουδιά!
Πρέπει να αρχίζω να φωνάζω μέχρι να με ακούσει κάποιος. Ας πάρω δυο ανάσες κι ας το κάνω. «Εδώ!». «Βοήθεια». «Ναυαγός».
Μα είναι μάταιο. Μου μένει μόνο μία ευκαιρία. Θα ρίξω το ημερολόγιό στο νερό. Θα αδειάσω το γάλα μια καρύδας και θα το βάλω μέσα σ’ αυτήν. Έτσι θα επιπλεύσει μέχρι το πλοίο! Εμπρός αγαπημένο μου ημερολόγιο, πήγαινε!!!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Όποιος βρήκε το ημερολόγιο να γνωρίζει πως ο Ιωάννης Φεγγάρης, του Πάτρικ και της Ρόζας είναι ναυαγός σε ένα έρημο νησί του Ειρηνικού.
Βαγγέλης Ν.
2 σχόλια:
Απλά φανταστικό!!!
Τέλειο! Μπράβο Βαγγέλη!
Δημοσίευση σχολίου